Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

Η Κοκκινο.... 2

Όπως θα καταλάβατε ο τεντιμπόης δεν αναγνώρισε την μικρή Λυδία ως κόρη του και αυτή πήρε το επώνυμο της μάνας της. Η μάνα της έβγαλε την νομική με το μωρό στην πλάτη, κοντά να την σπάσουν στο ξύλο όταν έδινε εξετάσεις και η μικρή Λυδία έκλαιγε.
Ας γυρίσουμε όμως στην ιστορία μας. Αφού έγινε ότι έγινε με το πουρό η Λυδία συνέχισε το δρόμο της για το μαγαζί της γιαγιάς της. Το δάσος ήταν πολύ όμορφο, γεμάτο από δέντρε και θάμνους, λουλούδια και κάθε λογίς ζωάκια. Μοσχοβολούσε, ήταν και άνοιξη και όλα ήταν τόσο ωραία. Μετά της συνάντηση με το πουρό όλα ήταν τέλεια. Ξάφνου η Κοκκινοτσουλίτσα κατάλαβε ότι της είχαν τελειώσει τα κουλουράκια και κατάλαβε ότι θα έτρωγε γερές ξυλιές και από τη μάνα της και από την γιαγιά. Τι να κάνει λοιπόν η καημένη έτρεχε αλαφιασμένη μέσα στο δάσος. Σε ένα μικρό ξέφωτο πρόσεξε πως υπήρχε μια μικρή καλύβα. Ήταν αρκετά μεγάλη. Στην αυλή τριγυρνούσαν κότες, μεγάλες, λευκές κότες. Στην άκρη ήταν μια αγελάδα που μασουλούσε λίγο χόρτο. Όταν πήγε να μπει μέσα είδε με την άκρη του ματιού της έναν κλέφτη να σκαρφαλώνει στην ταράτσα! Χωρίς δεύτερη σκέψη έβγαλε το στρινγκ της και έβαλε μια πέτρα μέσα, στόχευσε και σβιννννν. Η πέτρα βρήκε το στόχο της και ο κλέφτης έπεσε λιπόθυμος, αφήνοντας μια κραυγή πριν προσγειωθεί. Μια γριούλα βγήκε από το σπίτι ακούγοντας την κραυγή αυτή, ήταν πολύ γριά, φορούσε ένα ροζ μαντίλι στα μαλλιά και ένα μπλε συνδυασμός από ρούχα. Είχε μεγάλα μάτια και μικρά αυτιά, η μύτη της ήταν κανονική και φορούσε και μασέλα.
-Τι κάνεις εκεί;; Την ρώτησε η γριά. Αυτός εδώ από πού ήρθε;
-Τον είδα να σκαρφαλώνει πάνω στο σπίτι σας και υπέθεσα ότι είναι κλέφτης, μετά με μια πέτρα τον έριξα στο έδαφος. Είπε περήφανη η Λυδία. Δεν ξανά κουνήθηκε από τότε.
-Σε ευχαριστώ πολύ κόρη μου, έλα μέσα να σε κεράσω κάτι. Πες μήπως θες καθόλου βοήθεια με κάτι. Της είπε η γριά καθώς την άφηνε να μπει στο καλύβι της. Η συνέχεια πάλι μετά από σχόλια…..

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008

Η Κοκκινο.......

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε με την μάνα της μια κοπελίτσα, οι γονείς τις είχαν χωρίσει και αυτή έβλεπε τον πατέρα της όποτε αυτός θυμόταν ότι υπήρχε. Η κοπελίτσα αυτή, μιας και ήταν παιδί <χωρίς> πατέρα έψαχνε παρηγοριά στα γηροκομεία και στα πουρό που έβρισκε στο διαδίκτυο. Έτσι επειδή φορούσε μια σέξι νυχτικιά κόκκινη και με σκουφί όταν έκανε το κοινωνικό της έργο με τα πουρό, την είχαν βγάλει Κοκκινοτσουλίττσα.
Μια μέρα όμως έπρεπε να πάει στη γιαγιά της που είχε το στριπτιτζάδικο του χωριού κάτι κουλουράκια που είχε φτιάξει η μανούλα της και κάτι χειροπέδες με κόκκινο γουνάκι που ήθελε μια φίλη της από εκεί. Στο δρόμο συνάντησε ένα νταβατζή αρκετά γέρο για να της αρέσει. Σαν σωστή πουτσόδουλη που ήταν του πρόσφερε τα κουλουράκια της μανούλας της.
Μια παρένθεση για το ιστορικό της οικογένειας της... Λοιπόν η γιαγιά της, 'Ελα Μουνάκη - Παπαστάυρου, παντρεύτηκε μικρή τον Πασχάλη Μουνάκη και χήρεψε πάλι μικρή, κλιρονομώντας ένα εστιατόριο ένα σπίτι και μια μικρή κόρη. Το εστιατόριο, το μετέτρεψε στο κωλόμπαρο που ακόμα ζει ένδοξες στιγμές. Η κόρη της ,Γιάννα Μουνάκη, μεγάλωσε μέσα σε αυτό το μαγαζί μαθαίνοντας ,θεωρητικά, τη δουλεία. Διάβαζε πολύ και πέρασε στη νομική για να προστατεύσει την μάνα της από τη βροχή των μηνύσεων που μάστιζαν το μαγαζάκι. Δυστυχώς όμως στη σχολή ένας τεντιμπόης την αποπλάνησε και την άφησε έγκυο στην Κοκκινοτσουλίτσα. Δεν ήθελε δεσμεύσεις της είχε πει τότε. Λυδία Μουνάκη ήταν το όνομα της μικρής Κοκκινοτσουλίτσας..... Η συνέχεια μετά από σχόλια...