Τετάρτη 9 Απριλίου 2008

Η Αλλαγή

Θέλω να φύγω . . . Δεν αντέχω άλλο . . . Δεν νομίζω ο,τι αυτή η ζωή είναι για μένα . . . Δεν θέλω να αλλάξω ζωή . . . Θέλω η ζωή που ζω να αλλάξει, όμως δεν θα αλλάξει από μόνη της, εγώ πρέπει, εγώ πρέπει να προσπαθήσω να την αλλάξω και πρέπει να τα καταφέρω για να την συνεχίσω. Πρέπει να την αλλάξω, να την <ξυλώσω> και να την <ξαναράψω> στα μέτρα μου . . . Στα ιδανικά μου . . . Έτσι όπως την θέλω εγώ. Αλλά, η κλωστή, το νήμα, της νέας μου ζωής δεν θα είναι ούτε άλλης ποιότητας, ούτε καινούριο, θα είναι το ίδιο νήμα που είχε η προηγούμενη μου ζωή. Για να μην χάσω τα πράγματα που έχω κερδίσει από αυτή τη ζωή, είτε καλά είτε, γιατί αυτά με έκαναν να πάρω την απόφαση να αλλάξω τη ζωή μου. Επίσης, χωρίς τους φίλους μου, την οικογένεια μου και γενικότερα τα στηρίγματά μου δεν θα μπορέσω να συνεχίσω ούτε στην καινούρια μου ζωή. Για αυτούς του λόγους θέλω την κλωστή της παλιάς μου ζωής, για να έχω τα θεμέλια της καινούριας, αλλαγμένης ζωής. Όπως είπα και στην αρχή δεν θέλω να αλλάξω ζωή . . . την ζωή που έχω θέλω να αλλάξω . . .

Τετάρτη 2 Απριλίου 2008

Οι Καθηγητές του Γυμνασίου που πήγαινα

Οι Καθηγητές Μας


Έχουμε πολλούς καθηγητές
που βασανίζουν τους μαθητές,
μερικοί από αυτούς είναι καλοί
άλλοι όμως στρίτζοι και στραβοί.

Θα σας τους περιγράψω όλους
θα τη κάνετε όμως μέχρι τους πόλους,
μπορεί να τρομάξετε σε μερικούς
αλλά θα βρείτε και κάποιους συμπαθητικούς.

Πρώτη και καλύτερή μας
η Κλάρα η καλή μας,
δεύτερος έρχεται ο Ντάμπο
που του αρέσει πολύ το Mambo.

Η Μήδεια μας θα φρίξει
το ποίημα θα δει και θα μας πνίξει,
η Χατζηbillena η λωλή
που μακάρι να ‘τανε κουτσή.

Η καλή μας η Τσοτσούλα
είναι τρελή με τη φυσικούλα,
η Χαμένη Ατλαντίδα
με τη λασκαρεμένη βίδα.

Η πιατέλα μας από της άλλες
έχει διαφορές μεγάλες,
και το Gollum που χτυπιέται συνεχώς
θα γλιτώσουμε του χρόνου ευτυχώς.

Ο γερμανικός πυροσβεστήρας
έχει μύτη σα πλαστήρας,
και η Κάργια η εγγλέζα
έχει μυαλό από μαγιονέζα.
Έχουμε και τη Στρίτζο τη κοντή
που έχει ανάγκη από «πουλί»,
το Μακρυχέρη τη θεολόγο
που μας το τρώει δίχως λόγο.

Ο Pikachu που όλο σφιγκεται
όμως σκάει και εξατμίζεται,
είναι και η Μπουμπουλίνα με τα κανόνια
που μας τα ‘χει κάνει σα τρομπόνια.

Ο Overlay το γυαλιστικό
που μοιάζει με φωτιστικό,
και τέλος ο Χίτλερ ο αυστηρός
που θέλει να γίνουμε στρατός!

Ο Γύρος του Κόσμου

Ο Γύρος Του Κόσμου!!!

Κατεβαίνω εκλογές
και κάνω σαματά,
τρώω πολλές σουπιές
και δέρνω τα χαζά.

Ήμουν ταξιτζής
και φορούσα σαγιονάρες,
τώρα είμαι σουβλατζής
και φοράω παντοφλάρες.

Θα πάω Αμερική
να γίνω Ινδιάνος,
θα παίζω πολύ χαρτί
και θα είμαι ένας ρουφιάνος.

Μετά θα πάω Ινδία
και θα πιω πολλούς χυμούς,
θα μεθύσω με την Ντία
και θα γνωρίσω Ιρλανδούς.

Αφού πήγα Πακιστάν
και έφαγα ρεβίθια,
πήγα επίσκεψη στο Ιράν
και αγόρασα κολοκύθια.

Ταξίδεψα Γεωργία
με το πλοίο του Ποπάη,
μετά άρχισα χορωδία
με παιδιά απ’ το Ντουμπάι.

Πέταξα για Ολλανδία
αγάπησα μια μικρούλα,
και πήγαμε Ισπανία
αφού κάναμε μια κορούλα!!!

Οι Άθλοι του Μέρμηγκα

Οι Άθλοι Του Μέρμηγκα!!

Μια φορά κι ένα καιρό
κατέβαινε από ένα βουνό,
ένας μέρμηγκας τρανός
που ήταν και πολύ σκληρός.

Είχε αέρα μεσ’ στα στήθη
και καρδιά σαν κολοκύθι,
κεφαλάκι όμως μικρό
που τρόμαζε και αετό!

Και με το βήμα το καμαρωτό
βρίσκει ένα δράκο πονηρό,
και με τη ματιά του τη κοφτερή
τόνε σκίζει σα χαρτί!

Και το βράδυ για να κοιμηθεί
πήγε στου δράκου το μαντρί,
και σαν ξυπνάει το πρωί
βρίσκει μπροστά του ένα χαρτί.

Κι ήταν χάρτης μυστικός
που φυλασσόταν σα θησαυρός,
οδηγούσε σε μια πριγκιποπούλα
όμορφη μυρμηγκοπούλα!

Αποφάσισε να πάει να τη βρει
σα μέρμηγκας με άξια τιμή,
και άγρια τοπία προσπερνούσε
με θάρρος όμως προχωρούσε!

Κι όταν έφτασε στο κάστρο
είδε να λάμπει ένα άστρο,
μια αράχνη τον λιγουρευόταν
και για βραδινό της τον σκεφτόταν!!

Την επάλευε για ώρα
αλλά ξεπέρασε και αυτή τη μπόρα,
τη μυρμηγκοπούλα έσωσε
και μαζί της έζησε!!!!!!

Βιβλικά και Απόκρυφα


Νταμπούσκα
συγγραφέας: Joey Γαλανός
εκδότρια - υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων: Αθηνά Γιοκαρίνη - εκδόσεις «Ρεζέρβα»

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν μια καλή Εβραία στριπτιτζού, που δούλευε στο μαγαζί «Η Κολόνα», είχε έναν άντρα νταβατζή, που τον έλεγαν Γιόχαν, κι αυτή την έλεγαν Νταμπούσκα..
Ένα πρωινό που γύριζε από τη δουλειά την φώναξε ένα βαποράκι σε ένα στενό:
«Νταμπούσκα!! Έλα δω» της είπε.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε η Νταμπούσκα τρομαγμένη.
«Είμαι ένας φίλος, εκπρόσωπος του πατέρα μας» της είπε με έναν ήρεμο τόνο στη φωνή του.
«Και τι θες από μένα; Εγώ δεν αμάρτησα» είπε η τρομαγμένη Νταμπούσκα προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή της ψύχραιμη.
«Σωστά λες, δεν αμάρτησες. Αλλά! Επιλέχτηκες να γεννήσεις το Σωτήρα, το Λυτρωτή, το Μεσσία. Μέσα σου από τώρα θα έχεις το παιδί του Θεού. Όταν γεννήσεις αυτό το παιδί, πρέπει να το ονομάσεις Ράμπο», της αποκάλυψε το βαποράκι με θαυμασμό.
«Πώς;! Ο ουράνιος Πατέρας επέλεξε εμένα;! Δηλαδή τα κουπόνια για την κλήρωση στην προσφορά από τα στριγκάκια ήταν αλήθεια;; Yes!! Πρώτη φορά κερδίζω σε κλήρωση!» Και η χαρά ξεχείλιζε απ΄την ψυχή της καθώς τα έλεγε αυτά.
«Ναι, ναι, αλήθεια ήταν όλα. Συγχαρητήρια! Λοιπόν, περαιτέρω οδηγίες περιέχονται σ΄αυτόν το φάκελο. Να΄σαι καλά και να προσέχεις.» Η Νταμπούσκα έριξε μια ματιά στο φάκελο, μετά γύρισε να δει το βαποράκι, αλλά είχε εξαφανιστεί..
Γύρισε λοιπόν χοροπηδώντας στο σπίτι της. Εκεί τη περίμενε ο άντρας της ο Γιόχαν. Δεν ήξερε τίποτα ακόμα για το Ράμπο, που κατά το βαποράκι, μεγάλωνε μέσα στην κοιλιά της Νταμπούσκα.
«Γιόχαν!! Αγάπη μου! Που να στα λέω! Άμα ακούσεις τί έπαθα όταν γύριζα απ΄τη δουλειά, θα σου πέσουν τα μαλλιά! Έχεις και λίγα πανάθεμά σε..», τον έπιασε η Νταμπούσκα απ΄τα μούτρα, μόλις μπήκε στο καλύβι τους και τον είδε.
«Ώπα της! Πώς και αυτές οι ξαφνικές αγάπες; Τί έγινε, βρήκες το κλειδί για τη ζώνη αγνότητας;» ρώτησε ο Γιόχαν γεμάτος ενδιαφέρον.
«Δε χρειάζεται πια, είμαι έγκυος!! Ένα βαποράκι-άγγελος μου το είπε, θα γεννήσω το Ράμπο, το Μεσσία!!» του αποκάλυψε γενναία και γεμάτη περηφάνια η Νταμπούσκα. Ο Γιόχαν έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
«Τι είπες πάλι μωρή γαϊδάρα, τι μπόμπες σου ΄δωσε ο άχρηστος ο μπάρμαν στο εξαίσιο μαγαζί που δουλεύεις;» της είπε απότομα ο Γιόχαν, που άρχισε να τα παίρνει στην κράνα.
«Άντε τώρα μη σου αστράψω καμιά ξανάστροφη να συνέλθεις μια και καλή! Ρούχλα, παλιομπεκρού!» της φώναξε τσατισμένος.
«Αγάπη μου, όχι, τίποτα δε μου ΄δωσε ο αυνανιστής ο μπάρμαν. Έλα, χαλάρωσε λίγο και θα σου τα πω όλα με το νι και με το σίγμα στο κρεβάτι, πάμε τώρα να φάμε. Έβγαλε τα σκουπίδια ο γείτονας ή πάλι νηστικοί θα μείνουμε.»
«Καλά Νταμπούσκα μου, τζουτζούκα μου. Άστα σήμερα κάναμε την τύχη μας. Θυμάσαι που φάγαμε το γάτο του; Σήμερα του έβαλαν και κονσέρβα να φάει, αλλά έφαγαν και μπριζόλες. Οπότε τί σημαίνει αυτό;!» είπε ο Γιόχαν γεμάτος ενθουσιασμό.
«Κόκαλα!!» αναφώνησαν και οι δύο μαζί, καθώς έτριβαν πεινασμένοι τις κοιλιές τους. Έτσι λοιπόν πήραν την κονσέρβα του γάτου από τον κάδο, έφαγαν και πήγαν στο κρεβάτι όπου η Νταμπούσκα είπε στο Γιόχαν τα πάντα και επίσης του είπε, ότι έπρεπε οπωσδήποτε να βγάλουν τη ζώνη γιατί το παιδί θα φράκερνε.
Ο Γιόχαν τελικά πείστηκε για την εγκυμοσύνη της γυναίκας του και αποφάσισε την επόμενη μέρα μετά την είσπραξη, να κανονίσει ένα ραντεβού με τον κλειδαρά για τη ζώνη και θα πήγαινε και σε ένα φαρμακείο να πάρει ένα τεστ εγκυμοσύνης για να σιγουρευτεί. Όλα πήγαν μια χαρά εκτός από την καθυστέρηση στον κλειδαρά. Ήταν τόσο σκληρό το λουκέτο, που χρειάστηκε να φέρει κομπρεσέρ.
Το τεστ βγήκε θετικό και έτσι άρχισαν τα βάσανα του Γιόχαν΄ όλο «το μπεμπέ» και «το μπεμπέ» άκουγε ο καημένος. Στο μαγαζί η Νταμπούσκα άλλαξε τον τίτλο του νούμερού της΄ απ΄το «ο χορός της ωραίας κοιλιάς» το έκανε «ο χορός της έγκυας κοιλιάς». Το χορευτικό έκανε θραύση και ο τζίρος του μαγαζιού σκαρφάλωνε όλο και πιο ψηλά. Ο μαγαζάτορας της έδωσε προαγωγή και την έκανε chief dancer.
Όλα αυτά όμως τελείωσαν όταν η Νταμπούσκα μπήκε στον έβδομο μήνα και δεν μπορούσε πια να χορέψει. Έτσι σταμάτησε τη δουλειά και καθόταν όλη μέρα στο σπίτι. Βαριόταν τόσο πολύ που είχε διαβάσει τον Κόκκινο φάκελο πενήντα φορές, το Χάρι Πότερ άλλες τόσες, και τα επτά βιβλία, και έβλεπε τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών πέντε φορές τη μέρα. Όταν κόντευε να μπει στον ένατο μήνα, είπε στο Γιόχαν:
«Πρέπει να πάμε στο Πεκίνο. Θέλω το παιδί μου, ο Μεσσίας, να γεννηθεί στην πόλη που θα γίνουν οι Ολυμπιακοί αγώνες. Το λέει και ο φάκελος που μου έδωσε το βαποράκι, ότι το παιδί πρέπει να γεννηθεί σε σουίτα του Hilton στο Πεκίνο», είπε η Νταμπούσκα, προσπαθώντας να γίνει όσο πιο αληθινή γινόταν.
«Άστα αυτά μωρή, διάβασα το φάκελλο και λέει πως πρέπει να γεννηθεί στη Βαγδάτη, στη σπηλιά του Οσάμα Μπιν Λάντεν» της λέει ο Γιόχαν περήφανα, που μπόρεσε και φάνηκε μια φορά πιο έξυπνος απ΄αυτήν, μιας και ήταν λίγο χαζός.
«Μα ο Οσάμα δεν είναι από το Αυγανιστάν;» ρώτησε η Νταμπούσκα τον άντρα της.
«Παλιά έμενε εκεί, αλλά όταν έπεσαν τα δύο αεροπλάνα της εταιρείας του Οσάμα στους Δίδυμους πύργους και ο Ευαγγελάτος τον κατηγόρησε για τρομοκρατία, ο Μπους το έχαψε και άρχισε να βομβαρδίζει το Αυγανιστάν. Ο καημένος ο Οσάμα, τί Europa έβαζε στα παράθυρα, τί Alumin, ο θόρυβος ήταν ανυπόφορος. Και για να μην αρχίσει τα χάπια, πήγε στη Βαγδάτη και τώρα μένει εκεί. Του έστειλα και ένα γράμμα και είναι πολύ χαρούμενος που θα πάμε» της είπε ο Γιόχαν.
«Λοιπόν, ετοίμασε τα πράγματα αύριο, Νταμπούσκα αγάπη μου. Φεύγουμε για Βαγδάτη!» της είπε με έναν προστακτικό τόνο στη φωνή του και πήγε για ύπνο.
Το ξημέρωμα ξύπνησε ο Γιόχαν την Νταμπούσκα και τη βοήθησε να ετοιμαστεί τσάκα-τσάκα. Αφού ετοιμάστηκαν, φόρτωσαν το κάρο με τη Ζωζώ, τη γαϊδουρίτσα τους και ανέβηκαν κι αυτοί πάνω. Ο Γιόχαν πήρε ένα καλάμι και έδεσε ένα σκοινί με μια σακουλίτσα ζάχαρη, το κράτησε μπροστά από το κεφάλι της Ζωζώ κι αυτή άρχισε να περπατάει και να κυνηγάει τη σακούλα. Έτσι έφυγαν απ΄τη Σιγκαπούρη, πέρασαν από βουνά και από λαγκάδια, από λίμνες και ποτάμια, ώσπου είδαν μπροστά τους τη Βαγδάτη. Δύο εβδομάδες ταξίδευαν. Όταν έφτασαν στο κέντρο της πόλης, έβγαλε ο Γιόχαν το GPS και έβαλε τις συντεταγμένες της σπηλιάς του Οσάμα. Ευτυχώς, δε δυσκολεύτηκαν να τη βρουν.
«Οσάμα!! Φίλε μου! Ευχαριστώ, που δέχτηκες να μας φιλοξενήσεις. Η Νταμπούσκα είναι ετοιμόγεννη και πτώμα. Έχεις ετοιμάσει τα δωμάτιά μας;» φώναξε ο Γιόχαν όταν είδε τον Οσάμα να τους περιμένει στην είσοδο της σπηλιάς του.
«Γεια σου Γιόχαν!! Τί κάνεις; Εσύ Νταμπούσκα είσαι καλά; Λοιπόν τα δωμάτιά σας είναι στο δεύτερο όροφο, δίπλα στο μαιευτήριο, που έχει την τελευταία λέξη της τεχνολογίας: ΚΟΥΤΑΛΕΣ!!» τους καλωσόρισε ο Οσάμα κατενθουσιασμένος.
«Αχ ωραία! Άντε Γιόχαν, πάμε να ξαπλώσουμε. Οσάμα, για φaϊ έχει τίποτα;» ρώτησε η Νταμπούσκα κατάκοπη.
«Ναι, ναι, έχω ετοιμάσει μπουφέ στα δωμάτιά σας. Πηγαίντε μέσα και καλή όρεξη» είπε ο Οσάμα και πήγαν όλοι μαζί μέσα, αφού ο Γιόχαν πάρκαρε το κάρο.
Τα δωμάτια ήταν άνετα, όμως ο Μπους είχε μάθει για το Ράμπο, κι επειδή ο Οσάμα φιλοξενούσε την οικογένεια, άρχισε να βομβαρδίζει και τη Βαγδάτη' τέτοιο θόρυβο, ούτε η σακαράκα του γείτονά τους! Τη δεύτερη μέρα, έσπασαν τα νερά της Νταμπούσκα. Όλοι πανικοβλήθηκαν, ο Οσάμα και ο Γιόχαν δηλαδή, κι έτσι την πήγαν στο μαιευτήριο. Για καλή τους τύχη, ήταν μια γρήγορη γέννα και ένα υγιέστατο αγοράκι γεννήθηκε.
Τότε εμφανίστηκε ένα κουνάβι. Όχι ένα απλό κουνάβι όμως, αλλά ένα κουνάβι λουσμένο στο φως! Ήταν το Άγιο Πνεύμα που ήρθε να καλωσορίσει το Ράμπο στη ζωή. Ο Οσάμα επειδή δεν είχε άλλα κούτσουρα για την ξυλόσομπα, φώναξε πέντε Αφγανούς να φυσάνε και να ζεσταίνουν το Ράμπο. Όλα ήταν τόσο ωραία, όταν ξαφνικά ακούστηκαν κάτι κουδουνάκια, σταμάτησαν και μετά ακούστηκαν βαριά βήματα στο διάδρομο, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ένας ψηλός, νέος άντρας. Ήταν ξανθός και φορούσε ένα κόκκινο παντελόνι με άσπρα γουνάκια στα μπατζάκια, δυο μεγάλες, μαύρες μπότες, από πάνω είχε μια μαύρη ζώνη που κρατούσε το παντελόνι και για να μην κρυώνει φορούσε μια χοντρή κόκκινη μπλούζα και ένα ωραίο μακρύ κόκκινο σκουφάκι στο κεφάλι του.
« Billy;!» αναφώνησε ο Οσάμα «Τι κάνεις εσύ εδώ; Εγώ περίμενα τον Gandalf, τον Μέρλιν και τον Ντάμπλντορ. Που είναι αυτοί;» τον ρώτησε ο Οσάμα που είχε αρχίσει να ανησυχεί
«Don't worry. Κάνουν απεργία γιατί έχουν αγανακτήσει από τις συνθήκες στις οποίες δουλεύουν. Έστειλαν εμένα να δώσω τα δώρα. Εσύ άλλωστε γι' αυτό δεν με προσέλαβες;» τον καθησύχασε ο Αϊ-Billy.
«Ποιος είναι αυτός Οσάμα;» ρώτησε ο Γιόχαν.
«Είναι ο Άγιος Billy. Θυμάσαι τι έγινε με τον Ευαγγελάτο. Λοιπόν τον προσέλαβα γιατί η αεροπορική μου εταιρία χρεοκοπεί και ελπίζω πως αν ένας άγιος μοιράζει δώρα εκ μέρους μου θα ξαναέρθουν άνθρωποι στην εταιρία μου.» του είπε ο Οσάμα λυπημένος.
« Και έφερε δώρα για τον Ράμπο μας;» ρώτησε η Νταμπούσκα χαρούμενη.
«Ναι, ναι του έφερα ένα Play Station 3, με πολλά παιχνίδια, GTA, San Andreas, Killing Zone και πολλά άλλα. Α! Και ένα Mountain Bike. Δεν είναι great;!» αναφώνησε ο Billy ενθουσιασμένος.
«Ωραία, ας αφήσουμε όμως την Νταμπούσκα και τον Ράμπο να κοιμηθούν λίγο. Εσείς Αφγανοί συνεχίστε.» είπε ο Οσάμα και όλοι μαζί βγήκαν από το μαιευτήριο.
Μετά από μερικές μέρες, όσο ο Μπους βομβάρδιζε τη Βαγδάτη, ο Γιόχαν, η Νταμπούσκα και ο Ράμπο έφυγαν για τη Σουηδία γιατί στη Σιγκαπούρη ο Δήμαρχος είχε ακούσει για την γέννηση ενός απελευθερωτή και έτσι έβγαλε στην αγορά ελαττωματικά χριστουγεννιάτικα δέντρα και φωτάκια και ξεσηκώθηκαν διαδηλωτές από το ΙΝΚΑ(ινστιτούτο καταναλωτών). Έτσι έφτασαν στη Σουηδία. Ο καημένος ο Γιόχαν δεν περνούσε και τόσο καλά, γιατί τα μυαλά της Νταμπούσκα πήραν αέρα, ήταν Ευρωπαϊκή χώρα και ο φαλοκρατισμός ήταν αρχαία ιστορία. Πάλι καλά που δεν έβαζε τον Γιόχαν να θηλάζει τον Ράμπο. Ευτυχώς που κάθισαν στη Σουηδία μόνο δύο εβδομάδες, μετά έφυγαν και γύρισαν Σιγκαπούρη.
Όταν ο Ράμπο έφτασε την ηλικία των δεκαπέντε, ο πατέρας του αποφάσισε να του δείξει την δουλειά που έκανε αυτός, νταβατζής δηλαδή, και έπαιρνε τον Ράμπο καθημερινά στη δουλειά. Όταν έκλεισε τα τριάντα, ανακοίνωσε στους γονείς του ότι θα έφευγε και θα πήγαινε να κηρύξει τον λόγο του Πατέρα του. Όχι του Γιόχαν του νταβατζή, του Θεού. Ο Γιόχαν μόλις το άκουσε πνίγηκε στα μπισκότα σκύλου που έτρωγαν ενώ η μάνα του άρχισε να ουρλιάζει σαν τρελή. Τελικά ο Γιόχαν πέθανε από ανακοπή και όχι από το μπισκοτάκι, ενώ ο Ράμπο έφυγε και πήγε στον Αμαζόνιο να βαπτιστεί.
Εκεί τον περίμενε ο Άγιος John Lennon. Μόλις τον είδε ο Lennon αναφώνησε χαρούμενος:
«Οh! Μα τι χαρά είναι αυτή. Σε παρακαλώ βάπτισε με!».
«Όχι εσύ θα με βαπτίσεις.» του είπε ο Ράμπο.
Τότε ο Lennon τον πήγε μέσα στην καλύβα του όπου είχε ένα τζακούζι για τους V.I.P που ήθελαν να βαπτιστούν. Το άναψε και έβαλε τον Ράμπο μέσα και άρχισε,
«Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού, Ράμπο, με τη δύναμη του Θεού, του Ράμπο και του Κουναβιού.».
Μόλις είπε αυτά ο Lennon άνοιξε η οροφή της καλύβας, όλα λούστηκαν στο φως από μια disco ball και μπήκε μέσα ο Elvis μαζί με το Κουνάβι.
«Μπράβο Lennon! Βάπτισες τον γιο μου. Τώρα είμαστε πάτσι για εκείνη τη φορά που μας έπιασαν με την κόκα. Θυμάσαι τι ωραίες εποχές που ήταν αυτές!» είπε ο Elvis και έφυγε μαζί με το Κουνάβι. Μετά ο Ράμπο βγήκε από την καλύβα και άρχισε μαζί με τον Lennon να κηρύττει και να βαπτίζει τον κόσμο ο οποίος είχε μαζευτεί από έξω.
Έτσι ο Ράμπο συνέχισε να κηρύττει το λόγο του Θεού από πόλη σε πόλη και όλο και περισσότεροι πιστοί τον ακολουθούσαν. Ήταν και η Νταμπούσκα μαζί του. Όταν έφτασαν στη λίμνη του Λόχνες, ο Ράμπο έπρεπε να επιλέξει δώδεκα από όλους τους ακόλουθούς του, οι οποίοι θα γίνονταν μαθητές του.
«Σήμερα ακόλουθοί μου θα επιλέξω δώδεκα από εσάς για να γίνουν μαθητές μου και να κηρύξουν τον λόγο μου στα πέρατα της γης.» είπε ο Ράμπο και μετά του έδωσαν έναν φάκελο με τα ονόματα τον μαθητών του, τα οποία είχαν βγει μέσα από τηλεφωνική κλήρωση την προηγούμενη μέρα.
«Batman, Flash, Snoopy, Che, Action-Man, Vegeta, U-Gi-Oh, Bob the Builder, SpongeBob, Pumba, Timon και. το. Gollum!» ανακοίνωσε ο Ράμπο τα ονόματα των μαθητών του, καθώς ένας ένας πλησίαζαν και στέκονταν δίπλα του. Μετά ετοίμασαν το υποβρύχιο για να φύγουν.
«Εσύ Barbie αν θες έλα να μας κάνεις παρέα, μην νομίζεις τίποτα το πονηρό, απλά ο αριθμός δεκατρία είναι λίγο γρουσούζικος.» είπε ο Ράμπο και υποκλίθηκε δείχνοντας το υποβρύχιο.
«Αχ, ναι! Και βέβαια θέλω να έρθω μαζί σας.» είπε η Barbie και τίναξε τα μακριά και ξανθά μαλλιά της, μετά μπήκε στο υποβρύχιο το οποίο ονομάζονταν Kursk.
Ο Ράμπο χαιρετούσε τον κόσμο στη όχθη της λίμνης καθώς έμπαινε μέσα στο Kursk. Το υποβρύχιο βυθίστηκε και έφυγε. Πολλοί από τους ακόλουθους του Ράμπο πήραν κάτι μικρές βαρκούλες και προσπάθησαν να ακολουθήσουν το υποβρύχιο. Όμως ξαφνικά ξέσπασε μια τρομερή καταιγίδα που εξελίχθηκε στον φονικό τυφώνα Katrina. Ο U-Gi-Oh το είδε από το περισκόπιο.
«Master! Ένας τρομερός τυφώνας ξέσπασε στην επιφάνεια της λίμνης και οι ακόλουθοι σου κινδυνεύουν να πνιγούν. Τι θα κάνουμε;» είπε ο Yougi αγωνιώντας για την απάντηση του δάσκαλου του.
«Spongebob, ανέβασε μας πάνω!» διέταξε ο Ράμπο.
«Batman, δώσε μου το τουφέκι με το γάντζο. Λοιπόν μόλις ανέβουμε πάνω θέλω να ανάψετε τον μεγάλο προβολέα.» είπε ο Ράμπο και πήγε στην καμπίνα του. Μετά από λίγο είχαν φτάσει στην επιφάνια της λίμνης, άνοιξαν το καπάκι και όταν ο Ράμπο βγήκε από το υποβρύχιο, άναψαν τον προβολέα όπως τους είχε πει ο Ράμπο. Τότε τον είδαν να τρέχει πάνω στο νερό, τα έχασαν οι μαθητές του. Ξάφνου ο γάντζος πιάστηκε από το Kursk και εμφανίστηκε το Κουνάβι από το πουθενά,
«Ξεκινήστε! Τι περιμένετε!» ξεφώνισε το Κουνάβι αναστατωμένο.
«Action-Man, μηχανές στο φουλ! Πάμε!» είπε ο Vegeta στον Action-Man.
«Πόσες μοίρες κάτω;» ρώτησε ο Pumba
«Καμιά βρε βρομιάρη! Θες να τους πνίξουμε!;» του φώναξε το Κουνάβι που κόντευε να τρελαθεί από τα νεύρα του. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά και έφτασαν όλοι σώοι και αβλαβείς στον προορισμό τους. Ούτε ο Ράμπο, ούτε οι μαθητές του άργησαν στο γάμο στον οποίο τους είχαν καλέσει.
Ο γάμος στον οποίο δεν άργησαν να πάνε ήταν του Tom και της Kate, και οι δύο ήταν πολύ καλοί φίλοι του Ράμπο. Μόλις έφτασαν στο κάστρο στο οποίο θα γίνονταν ο γάμος και βγήκε ο Tom να χαιρετίσει τον Ράμπο οι φωτογράφοι αφήνιασαν και έκαναν την νύχτα μέρα από τα φλας. Η τελετή δεν άργησε να τελειώσει και ήταν υπέροχη, όλοι κατενθουσιασμένοι κατευθύνθηκαν προς την αίθουσα της δεξίωσης. Μέσα στη δεξίωση έγινε η στραβή. Είχαν ξεχάσει να φέρουν τα ποτά!
«Όχι ρε γαμώτο! Μα πόσο ηλίθιοι μπορεί να είναι αυτοί άχρηστοι;! Τόσα λεφτά και αυτοί ξεχνάνε τα ποτά. Και έχουν κι ένα DJ, Μαυρατζαίοι!», είπε ο Tom νευριασμένος.
«Μην ανησυχείς Tom, ούτε εσύ Kate. Πες σε όλους να γεμίσουν τα ποτήρια τους με νερό και να έρθουν σ εμένα.» είπε ο Ράμπο προσπαθώντας να ηρεμήσει τον Tom και την Kate.
Έτσι κι έγινε. Όλοι οι καλεσμένοι πήραν τα ποτήρια τους, τα γέμισαν με νερό και μπήκαν στην ουρά. Ο Ράμπο ρωτούσε τον καθένα τι ποτό θέλει να πιει και τσαφ! το νερό γίνονταν gin με tonic, ursus, vodka πορτοκάλι, λεμόνι, ακόμα και σαμπάνια για το γαμπρό και τη νύφη.
«Πώπω! Πω! Μπράβο! Μα πώς το έκανες αυτό;» ρώτησε η Kate έκπληκτη.
«Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς. Το Θεό να ευχαριστείς που σου έστειλε τον Tom. Να σου πω τώρα θα σε λένε Kate Cruise ή θα κρατήσεις το Holmes;» απόρησε ο Ράμπο.
«Δεν ξέρω, θα δείξει!» είπε η Kate κι έκλεισε το μάτι στον Tom. Έτσι πέρασε το βράδυ ευχάριστα κι έφυγαν.
Καθώς κήρυττε ο Ράμπο ήρθε ένας και ψιθύρισε στ αυτί του Spongebob:
«Ο Μητσοτάκης αρρώστησε και πέθανε.». Ο Spongebob το είπε στον Bob the Builder, αυτός στον Snoopy, εκείνος στον Batman, ο Batman στον Action man, αυτός πάλι στον Flash, ο Flash το ψυθίρισε στον Timon, ο Timon στον Pumba και πάει λέγοντας. Τέλος, ο Vegeta είπε στο Ράμπο:
«Ο Μαμαλάκης άσπρισε και ξέρασε».
«Και τι με νοιάζει εμένα ο Μαμαλάκης;» απόρησε ο Ράμπο.
«Όχι ο Μαμαλάκης! Ο Μητσοτάκης! Αρρώστησε και πέθανε!» του φώναξε ο Spongebob. Ο Ράμπο με δάκρυα στα μάτια τελείωσε στα γρήγορα το κήρυγμα και έφυγε βιαστικά με τους μαθητές του.
Πήραν το Kursk και έφυγαν για το Σικάγο να συμπαρασταθούν στους συγγενείς του Κωστή. Όταν έφτασαν φόρεσαν όλοι τα μαύρα τους. Η Barbie ένα μαύρο bikini, έκανε και ζέστη, το Gollum ένα μαύρο πανί και οι άλλοι κανονικά ρούχα. Έτσι πήγαν λοιπόν στην κηδεία. Εκεί τους μούνταραν η Μαρίκα και η Ντόρα. Η Μαρίκα όλο έκλεινε μια το αριστερό και μια το δεξί μάτι, ενώ η Ντόρα κάθε πέντε δευτερόλεπτα έβγαζε τη γλώσσα έξω.
«Γιατί;! Γιατί δεν ήρθες πιο πριν; Θα μπορούσες να τον σώσεις!» είπε κλαίγοντας η Μαρίκα.
«Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα τώρα;» ρώτησε η Ντόρα λίγο πιο συγκρατημένη.
«Αν τολμήσεις και τον ξαναζωντανέψεις θα έχεις άσχημα ξεμπερδέματα!» του είπε ο Don Corleone.
«Από τότε που πέθανε οι δουλειές πάνε περίφημα. Όταν ζούσε οι μπάτσοι μας έπιαναν, τι χάλασε η κοκαΐνη, ακόμα και οι βόμβες μας δεν εκρύγνηνταν στην ώρα του! Τέτοια γκαντεμιά!», εξιστόρησε αρκετά θυμωμένος ο Don Corleone.
Ο Ράμπο δεν έδωσε σημασία κα συνέχισε.
«Βγάλτε την πέτρα από τον τάφο», είπε στους μαθητές του. Το τοπίο εκεί βρώμισε, γιατί είχε ένα βόθρο εκεί κοντά.
«Κωστή, έλα έξω αγορίνα μου!» διέταξε ο Ράμπο το Μητσοτάκη. Και τότε έγινε το μέγα θαύμα! Ένας άντρας με επιδέσμους βγήκε από τον τάφο και σε κάθε δύο βήματα κουνούσε τον αριστερό του ώμο. Έτσι, κατάλαβαν όλοι ότι πράγματι ήταν Κώστας και έτρεξαν να τον βοηθήσουν. Αλλά η γκαντεμιά του έμεινε και οι μισοί έπεσαν κι έφαγαν τα μούτρα τους. Ο Don Corleone τρόμαξε τόσο που πήρε το αμάξι του κι έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
«Θα δεις τι θα πάθεις Ράμπο! Δεν θα περάσει έτσι αυτό!» φώναξε φεύγοντας ο Don. Αφού ξετύλιξαν τον Κωστή πήγαν όλοι σπίτι του να το γιορτάσουν.
Έμειναν στου Κωστή για καμιά βδομάδα και μετά συνέχισαν το ταξίδι τους να φωτίσουν τον κόσμο. Προχώρησαν βόρεια κι εκεί, στα σύνορα του Καναδά είδαν έναν άνθρωπο να περιπλανιέται με τα χέρια απλωμένα μπροστά σα ζόμπι. Φορούσε μια ρόμπα με μαργαρίτες, παντόφλες με κεφαλάκια σκύλου και μια μάσκα ύπνου. Τον πλησίασαν και ο Ράμπο του είπε με έναν αισθησιακά ήρεμο τρόπο:
«Μη φοβάσαι, δεν θα σε πειράξουμε.».
«Ποιος είναι; Τι θα μου κάνεις; Δεν θα τολμήσεις να πειράξεις έναν τυφλό άνθρωπο!» είπε αρκετά δυνατά ο τρομαγμένος με τη ρόμπα.
«Πώς σε λένε τυφλέ;» ρώτησε ο Snoopy.
«Με λένε Ray Charles. Okay, okay, μπορεί να είμαι λίγο high, αλλά βοηθήστε με, έχω χαθεί», συστήθηκε ο Ray.
«Θα σε βοηθήσουμε τυφλέ.» είπε ο Ράμπο προχωρώντας προς το μέρος του. Έπειτα στάθηκε μπροστά του και του έβγαλε τη μάσκα ύπνου.
«Oh my goodness!!! I can see! Βλέπω! Βλέπω!!! Σ ευχαριστώ!!! Χάρη σ' εσένα βλέπω και πάλι. Πώς μπορώ να στο ανταποδώσω αυτό;» αναφώνησε ο Ray χοροπηδώντας απ' την χαρά του.
«Δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα. Απλά γύρνα στο σπίτι σου και ζήσε τη ζωή σου.» είπε ο Ράμπο και τον αποχαιρέτησε.
Συνεχίζοντας το ταξίδι τους πήγαν στη New York. Από εκεί πήραν τον Titanic και έφυγαν για την Ευρώπη, απ' όπου επιβιβάστηκαν σ' ένα Jumbo Jet και πέταξαν για την Αιθιοπία. Τα μαυράκια έκανα το Gollum φίλο τους αμέσως, γιατί τους έμοιαζε αρκετά. Μετά, ταξίδεψαν για το Κιλιμάντζαρο. Το ταξίδι τους ήταν αρκετά καλό, αν εξαιρέσουμε βέβαια τη ρουκέτα που τους πήρε την οροφή, έναν ελέφαντα που είχε αποκοιμηθεί στη μέση του δρόμου προκαλώντας μία ουρά από αμάξια γύρω στα 3 χιλιόμετρα μακριά κι ότι εκεί που διέσχιζαν την έρημο της Αυστραλίας, στην οποία δεν είχε βρέξει 80 ολόκληρα χρόνια, ξαφνικά ξέσπασε καταιγίδα.
Όταν έφτασαν ο Ράμπο είπε στον Gollum, στον Vegeta και στον Spongebob να τον ακολουθήσουν ως την κορυφή. Οι υπόλοιποι έπρεπε να μείνουν στους πρόποδες του βουνού. Η ανάβαση δεν ήταν δύσκολη, αλλά ούτε και εύκολη. Αφού έφτασαν στην κορυφή, μετά από δύο μέρες, σάπισαν το Gollum στο ξύλο, και γιατί ήξερε καλά το δρόμο και γιατί δεν τους είπε τίποτα για το τελεφερίκ. Τελικά κατασκήνωσαν και την επόμενη μέρα οι μαθητές είδαν τον Ράμπο να είναι ανεβασμένος στην κορυφή και να αυτοσυγκεντρώνεται.
Ξάφνου, τα μαλλιά του σηκώθηκαν, έγιναν ξανθά και μια λάμψη τον περικύκλωσε. Εκεί, μπροστά τους, έγινε Super Sayia. Δίπλα του εμφανίστηκαν ο Bruce Willies και ο Arnold Swarzeneger.
«Τώρα σας αποκαλύφθηκα στην πραγματική μου μορφή.» είπε ο Ράμπο στους εκλεκτούς μαθητές του. Ο Spongebob πήγε να πάρει αυτόγραφα από τον Bruce και τον Arnold, καθώς τους την έπεφτε άγρια. Ευτυχώς όμως, και οι δύο αντιστάθηκαν, με μεγάλη προσπάθεια είναι αλήθεια, στο μικρό, τετράγωνο, σφουγγαρένιο πειρασμό.
Μετά το ευχάριστο αυτό περιστατικό, πήραν το τελεφερίκ και κατέβηκαν κάτω να βρουν τους υπόλοιπους μαθητές. Εκείνοι, έβλεπαν τα στρουμφάκια στο Star και είχαν πορωθεί άγρια. Ο Ράμπο βρήκε 200 γραμμάρια χασίς, τους έκανε ένα extra γερό κήρυγμα κι έτσι ξύπνησαν για τα καλά. Μπήκαν μέσα στο κάμπριο πούλμαν κι έφυγαν.
Μιας κι ήταν εκεί κοντά, έκαναν κι ένα tour γύρο της Αφρικής και βάφτισαν 8,000 οικογένειες, όχι τόσο γιατί οι Αφρικανοί τον πολυπίστευαν, όσο επειδή τους έδιναν μία φραντζόλα σταρένιο ψωμί για κάθε άτομο που βαφτιζόταν. Ήταν καλός businessman ο Ράμπο. Όταν τέλειωσαν τα ψωμιά τους, έφυγαν για την Ευρώπη. Συγκεκριμένα, για την Γαλλία.
Πήγαν στο Παρίσι σε μία έκθεση ζωγραφικής. Εκεί, μόλις μαθεύτηκε ότι πήγε στην έκθεση τον πλησίασαν πολλά άτομα τα οποία περίμεναν να κηρύξει. Έτσι κι έγινε. Έκανε το κήρυγμά του, βάφτισε και κανα-δυό απελπισμένους και σιγά σιγά το πλήθος αποχώρισε. Ένας όμως έμεινε. Ήταν ο Toulouse Lautrece.
«Εσύ γιατί δεν έφυγες;» τον ρώτησε ο Ράμπο.
«Δεν μπορώ. Τα πόδια μου είναι πολύ μικρά και αδύναμα» του είπε ο Toulouse λυπημένος «και κάποιος κλώτσησε το καροτσάκι μου κι έσπασε μια ρόδα».
«Μην ανησυχείς. Πώς σε λένε;»
«Toulouse Lautrece. Είμαι ζωγράφος. Τους πίνακες εδώ εγώ τους έχω μπογιατίσει. Ωραίοι δεν είναι;» ρώτησε ο Toulouse.
«Ναι, ναι, είναι υπέροχοι. Μάλιστα, σκέφτομαι ν' αγοράσω κάνα δυο. Άντε σήκω πάνω και πάνε στις δουλειές σου τώρα. Α! πιες αυτό και φόρεσε κι αυτά τα δύο» του είπε ο Ράμπο, δίνοντας του ένα Red Bull και δύο πλαστικά πόδια. Ο Toulouse φόρεσε τα δύο πόδια, ήπιε το Red Bull, μετά σηκώθηκε κι έκανε δυό βήματα.
«Περπατάω! Περπατάω! Ζήτω!» ξεφώνισε ο Toulouse προσπαθώντας να χορέψει, αλλά παραπάτησε κι έπεσε πάνω σ ένα άγαλμα του 2ου αιώνα και το έσπασε. Θρύψαλα έγινε το άγαλμα!
«Εμείς τελειώσαμε από δω» είπε το Gollum και την έκαναν με ελαφρά πηδηματάκια. Ήταν τυχεροί που ο Toulouse έπαθε διάσειση και δεν κατάλαβε τι έγινε, οπότε δεν τους έκανε μήνυση.
Καθώς ταξίδευαν και κήρυτταν η φήμη τους εξαπλωνόταν, σε τέτοιο βαθμό που το Συμβούλιο της Παρακμής ήταν σε πλήρη σύγχυση. Είχαν εκλέξει 40 διαφορετικούς προέδρους. Μια τον Δρακουμέλ, μια τον αρχηγό των Gremlin, τον Cell, τον κακό Πητ, μετά τον Dr Evil, την Ομάδα Πύραυλο, τον Joker, τον Jack τον Αντεροβγάλτη, τον Dr X και πολλούς άλλους. Ο καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του, ειδικά κάποιοι που είχαν πολύ κοντό μαλλί. Η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο.
Τότε, ο Dr doom αποφάσισε να επιβάλλει την τάξη. Πάλεψε με κάθε μέσο και όταν επιτέλους, κατάφερε να τους ησυχάσει όλους είπε:
«Φίλοι μου, αυτή η κατάσταση με τον Ράμπο έχει φτάσει πια στο απροχώρητο. Οι άνθρωποι δεν μας φοβούνται πια όπως πριν. Νομίζουν ότι ο Ράμπο και το κουνάβι του μπορούν να τους βοηθήσουν. Πρέπει να δράσουμε. Έχει κανείς κανένα σχέδιο;» ρώτησε ο Dr Doom τους συναδέλφους του.
«Γιατί να μην βάλουμε μπαλάκια-βόμβες στο γήπεδο του γκολφ, έτσι ώστε όποιος παίζει γκολφ να ανατινάζεται;» πρότεινε ο Δρακουμέλ.
«Και δεν μου λες Δρακουμέλ, πώς θα σταματήσει αυτό το Ράμπο; Μήπως πηγαίνει για γκολφ κάθε σαββατοκύριακο; Λοιπόν, ας ακούσουμε ένα σχέδιο από κάποιον άλλο που να μην είναι τόσο καθυστερημένος.» είπε ο Dr Doom νευριασμένος.
«Να τον κατηγορήσουμε για καλό και να τον συλλάβουμε. Σύμφωνα με το άρθρο 16 κεφάλαιο 4 παράγραφος 25 χωρίο 4 του εγχειριδίου «Οι κανόνες της Παρακμής», αυτό επιτρέπεται» είπε το Joker στους άλλους κακούς.
«Πολύ καλή ιδέα! Και μετά, θα τον δικάσουμε και θα τον σκοτώσουμε! Λοιπόν, τι λέτε;», ρώτησε το υπόλοιπο συμβούλιο ο Dr Doom.
«Ναι!» είπαν με μια φωνή.
Αυτά έγιναν στο Συμβούλιο της Παρακμής, ενώ ο Ράμπο τελείωνε το κήρυγμά του σε μία μικρή πόλη. Ξάφνου ακούστηκε μια φωνή.
«Ααααα! Άφησε με! Άσε με ήσυχη! Μη με βασανίζεις», είπε μια γυναικεία φωνή.
«Το σώμα σου μου ανήκει και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό! Χαχαχαχα!» απάντησε μια βαριά φωνή.
«Βοήθεια! Βοήθεια!», φώναξε η γυναικεία φωνή.
«Σκάσε σκύλα της λύσσας! Βούλωσε το!» φώναξε η βαριά φωνή και μετά πετάχτηκε μέσα από κάποιο τοίχο μία γυναίκα. «Χαχαχα! Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να με διώξεις!» είπε η γυναίκα με τη βαριά φωνή.
Ο Ράμπο πήγε κοντά της και είπε
«Έμιλυ μη φοβάσαι! Δαίμονα φύγε, αλλιώς θα σου κάνουμε έξωση! Φύγε τώρα!». Η Έμιλυ σπαρτάρησε σαν το γαλέο και μετά ηρέμησε. Μια μύγα που ήταν εκεί κοντά αφηνίασε, έπεσε μέσα σ' ένα κουβά με νερό και πνίγηκε. Έτσι, έγινε ο εξορκισμός της Έμιλυ Ρόουζ.
Ο Ράμπο έφυγε με τους μαθητές του για την Καμπότζη. Εκεί, τους άφησε για λίγο ελεύθερους, να κάνουν τα ψώνια τους. Τον Vegeta καθώς ψώνιζε τον πλησίασαν 2 άντρες. Δεν του είχαν μείνει καθόλου λεφτά και ήθελε να αγοράσει ένα κασκόλ. Οι δύο άντρες του προσέφεραν 30 αργύρια με αντάλλαγμα να τους ακολουθήσει κι αυτός δέχτηκε. Τον πήραν στα κεντρικά γραφεία του Οργανισμού της Παρακμής. Εκεί τον συνάντησε ο Don Corleone.
«Με θυμάσαι;» τον ρώτησε.
«Ναι. Είσαι αυτός από την κηδεία του Μητσοτάκη» απάντησε ο Vegeta.
«Σωστά. Λοιπόν, άκου τι θέλω να κάνεις. Θέλω να βαπτιστώ, αλλά δεν μπορώ να μπω μέσα στο πλήθος, γιατί θα με σκοτώσουν μετά. Μπορείς να φέρεις τον Ράμπο εδώ να με βαφτίσει;» ρώτησε ο Don τον Vegeta.
«Όχι, δεν μπορώ να τον φέρω εγώ εδώ. Αν θες, στείλε κάποιον να τον πάρει.», είπε ο Vegeta.
«Εντάξει, αλλά πώς θα καταλάβουν οι άνθρωποί μου ότι είναι αυτός;» ρώτησε ο Don.
«Να κοιτάξουν στο λαιμό του για μια πιπιλιά. Αυτός που θα έχει δύο πιπιλιές στην αριστερή πλευρά είναι ο Ράμπο.» είπε ο Vegeta δείχνοντας το λαιμό του.
«Οκέι, πάρε 5 απ' τους άντρες μου.». Αυτά είπε ο Don Corleone κι έδειξε στον Vegeta την εξώπορτα.
Ο Vegeta κανόνισε με τους άντρες του Don για την επόμενη μέρα στο Super Star. Μετά πήγε στη σουίτα του Ράμπο γιατί θα γινόταν ένα παρτάκι. Στη σουίτα ο Ράμπο τους περίμενε φορώντας τα καλά του. Κάθισαν στο τραπέζι και φώναξε τους Φιλιππινέζους να φέρουν το φαγητό που είχε ετοιμάσει ο Μαμαλάκης μαζί με τη Βέφα.
«Φέρτε το φαγητό!» είπε περήφανα ο Ράμπο και μπήκαν μέσα οι υπηρέτες μ' ένα γουρουνόπουλο, σουβλάκια, σούσι, πατέ ζαρκαδιού και πολλά άλλα φαγητά. Έφαγαν, ήπιαν και διασκέδασαν. Όταν πια όλοι χόρτασαν ο Ράμπο έφυγε για την κουζίνα και γύρισε μ' ένα δίσκο με καναπεδάκια και μια κανάτα βυσσινάδα. Ο Ράμπο έκανε σήμα στους μαθητές του να σταματήσουν και όταν ησύχασαν είπε:
«Λοιπόν αξιαγάπητοι μαθητές μου αυτό είναι το τελευταίο μας δείπνο. Σε λίγο θα με συλλάβουν και θα με σκοτώσουν. Κάποιος από εσάς θα με προδώσει. Όποιος κι αν είναι, εγώ τον συγχωρώ. Τώρα, όποτε τρώτε κάθε Κυριακή θα έχετε για επιδόρπιο καναπεδάκια και βυσσινάδα για να με θυμάστε και να με έχετε μέσα σας. Και θα συμβαίνει αυτό καθώς μέσα στα καναπεδάκια έβαλα φρεσκοκομμένα νύχια μου, που τα έκοψα αφού πάτησα τα βύσσινα για να τα κάνω βυσσινάδα.» είπε ο Ράμπο δείχνοντας το πόδια και τα χέρια του.
Το Gollum γλείφονταν μαζί με τον Pumba, ενώ η Barbie κόντευε να ξεράσει, ή μάλλον να ξεράσει για δεύτερη φορά.
«Φάτε τώρα κι ευχαριστηθείτε το!» είπε περήφανος ο Ράμπο ενώ τους έβλεπε να τρώνε τα Καναπεδάκια και να πίνουν τη Βυσσινάδα.
Μετά πήγαν για clubbing στο Super Star. Εκεί που έπιναν τα Cosmopolitan τους μπήκαν μέσα οι 5 άντρες του Don, πήγαν κοντά τους κι άρχισαν να ψάχνουν τους λαιμούς τους για να βρουν τις 2 πιπιλιές. Όταν βρήκαν το Ράμπο, τον έπιασαν, τον πήραν από κει και τον πήγαν στα κεντρικά γραφεία της Παρακμής.
Όλοι οι μαθητές του τον ακολούθησαν. Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος και όλοι συζητούσαν για το τι είχε συμβεί. Ήταν και ο Flash ανάμεσα στο πλήθος. Όταν τον ρώτησε μία γυναίκα που τον αναγνώρισε αν είναι μαθητής του Ράμπο, αυτός είπε όχι. Μετά τον ρώτησε ένας γέρος και πάλι είπε όχι. Όταν ένα κοριτσάκι τον έδειχνε στον μπαμπά της πάλι είπε πως δεν είναι μαθητής του Ράμπο. Τότε ακούστηκε ένας κόκορας και θυμήθηκε τι του είχε πει ο Ράμπο.
«Πριν λαλήσει ο πετεινός θα μ έχεις αρνηθεί 3 φορές.» και σκέφτηκε:
«Όλα όσα είχε πει έχουν γίνει. Ακόμα κι αυτό!»
Αυτά έγιναν με τον Flash ενώ μέσα στα Γραφεία ο Don ανέκρινε τον Ράμπο για παράνομο παρκάρισμα.
«Μα εγώ δεν έχω καν αμάξι!» απολογήθηκε ο Ράμπο.
«Ψεύδεσαι κιόλας, βρωμερή ξεπουπουλιασμένη κότα! Το κάρο του πατέρα σου τι το έκανες;» ρώτησε ο Don απειλητικά.
«Αντιστέκεσαι κατά της αρχής γαιοσκώληκα! Θα σε βασανίσουμε μέχρι να ομολογήσεις!» είπε ο Don καλώντας τους φρουρούς να τον πάρουν στα μπουντρούμια.
Κάτω στα μπουντρούμια του έκαναν τρομερά βασανιστήρια. Του έβαλαν βραστά αυγά κάτω από τις μασχάλες, ενώ μετά του έκαναν ολική αποτρίχωση με κερί. Σειρά είχαν τα ψυχολογικά βασανιστήρια. Πρώτα έκαναν δοκιμές και μόλις βρήκαν τι φοβάται άρχισε το μαρτύριο. Ξεκίνησαν να τον γαργαλάνε και να του βάζουν να ακούει ανθρώπους να μασάνε με το στόμα ανοιχτό και να χτυπάνε τα χείλια τους για τουλάχιστον 8 ώρες. Όταν σταμάτησαν τα μάτια του είχαν γίνει χειρότερα από κείνα του Νέμο, κοντά να πέσουν κάτω, αυτός όμως απτόητος, δεν έβγαζε κουβέντα απ' το στόμα του.
Σε τέτοιο σημείο τους αγανάκτησε ώστε αποφάσισαν ν' αποφασίσει ο λαός. Λίγο πριν απ' τις εκλογές όμως βγήκε βρώμα ότι αυτός είχε πει στον Σάουρον να φτιάξει τα δαχτυλίδια και να εξαπατήσει τους υπόλοιπους λαούς της Μέσης Γης. Ήρθαν οι εκλογές και τα exit polls έδειχναν ότι οι περισσότεροι απ' τους Gargoyle ψήφισαν κατά, δηλαδή να τον καταδικάσουν. Μετά από την καταμέτρηση των ψήφων τα αποτελέσματα ήταν 0,1% υπέρ του Ράμπο και 99,9% κατά του Ράμπο και υπέρ της καταδίκης του. Στο στρατόπεδο της Οργάνωσης της Παρακμής ξέσπασαν πανηγύρια και άνοιξαν σαμπάνιες.
Έτσι λοιπόν πήγαν και πήραν το Ράμπο από τα μπουντρούμια και τον έφεραν μπροστά στο λαό για μια τυπικότατη απόφαση. Εκεί είχαν τον Πάσαρη ο οποίος ήταν σε μία λίγο καλύτερη κατάσταση απ' τον Ράμπο. Ο Τόνι Μπλερ βγήκε στο μπαλκόνι και είπε:
«Λοιπόν, σήμερα θα αποφασίσετε ποιον θα αφήσουμε ελεύθερο. Τον Ράμπο, ο οποίος συνελήφθη για παράνομο παρκάρισμα, ή τον Πάσαρη, ο οποίος έφαγε όλα τα γλυκάκια για τα ορφανά και μετά μπούλωσε τον υπόνομο όταν πήγε τουαλέτα και βρωμούσε η πόλη για 3 χρόνια; Εγώ θα μείνω έξω απ' αυτό. Πάω να κάνω ντους» είπε ο Μπλερ, μια και είχε πουστρέψει πάρα πολύ.
Ο λαός είπε με μια φωνή «Τον Πάσαρη! Τον Πάσαρη!» οπότε ο Μπλερ έβγαλε τις χειροπέδες με το γουνάκι από τα χέρια του Πάσαρη, μετά του έπιασε τον κώλο και του είπε
«Θα σε δω μετά», κλείνοντας του το μάτι. Ο Πάσαρης έφυγε ενώ οι φρουροί έπαιρναν τον Ράμπο.
Την επόμενη μέρα του φόρτωσαν ένα μεγάλο σταυρό και τον έβαλαν ν' ανέβει το Λυκαβηττό. Μέχρι τα μισά της διαδρομής ο κόσμος του πετούσε ό,τι είδος φρούτων και λαχανικών έβρισκε μπροστά του. Από ντομάτες και αγγούρια μέχρι κουνουπίδια και μπρόκολα, από μανταρίνια και πορτοκάλια μέχρι παπάγια και καρύδες. Μερικοί έριξαν και λίγα φιλετάκια κοτόπουλου. Μετά τη μέση όμως της διαδρομής αποκαταστάθηκε η φήμη του για τον Σάουρον και του πετούσαν μαργαρίτες, τριαντάφυλλα, γαρδένιες, γαρίφαλα και ξινήθρες.
Ξάφνου σκόνταψε σ' έναν ανανά κι έπεσε κάτω. Όταν ένας άντρας πήγε κοντά του να τον βοηθήσει οι στρατιώτες τον κλώτσησαν, τον έσπρωξαν, του έριξαν πολλές μπάτσες και μετά του ζήτησαν πολύ ευγενικά να απομακρυνθεί απ' τον καταδικασμένο Ράμπο.
Τα δάκρυα από τα μάτια της Νταμπούσκα έτρεχαν ποτάμι, μεγαλύτερο κι από τον Κηφισό σε πλημμύρα. Ο Vegeta κατάλαβε τι είχε κάνει , πήγε στα γρήγορα κι έγραψε ένα Ευαγγέλιο και μετά πήγε μαζί με τους Ντάλια, Ζουμπουλία, Φώτη, Σπύρο και Αγγέλα να δεθεί στις ράγες του τραίνου για Χαβάη. Ο θάνατος του Vegeta μαθεύτηκε από έναν ταχυδρόμο ο οποίος τους παρέδωσε ένα τηλεγράφημα που τους έστειλαν οι πέντε αφού σώθηκαν και άφησαν το τραίνο να πατήσει τον Vegeta.
Ο Ράμπο έφτανε τώρα στην κορυφή του λόφου κλαίγοντας, μυρίζοντας φρούτα και με λίγα αίματα γιατί του ήρθε μια ξώφαλτση όταν τα ΜΑΤ έδιωχναν τον άνθρωπο ο οποίος ήθελε να τον βοηθήσει. Μόλις ανέβηκε στον λόφο τον έβαλαν κάτω και τον κάρφωσαν πάνω στο σταυρό και τον έστησαν εκεί, μπροστά σ όλο τον κόσμο. Έτσι όπως ήταν σταυρωμένος άρχισε να βρέχει και ο Ράμπο κοίταξε πάνω και άνοιξε το στόμα του για να πιει λίγο νερό, αφού διψούσε. Ξάφνου πέρασε μια μπεκάτσα από πάνω του και της έπεσε ένα κλαδάκι που κρατούσε, το οποίο κατάπιε ο Ράμπο, του έκατσε στο λαιμό και πνίγηκε.
Ο Ράμπο πέθανε και ο ουρανός άνοιξε. Ένα τσουνάμι έσκασε μπροστά στο σταυρό παρασύροντας τα ΜΑΤ, αφήνοντας μ' αυτό τον τρόπο χώρο στους μαθητές του Ράμπο και την Νταμπούσκα να τον κατεβάσουν και να τον ετοιμάσουν για την ταφή του. Την επόμενη μέρα αφού τον άλειψαν με body oil και του φόρεσαν έναν ωραίο χιτώνα made by aslanis, τον πήραν να τον βάλουν στην τελευταία σπηλιά που θα έμενε.
Όλοι έκλαιγαν και θρηνούσαν όμως η Νταμπούσκα έστεκε περήφανη γιατί ήξερε ότι ο Ράμπο πέθανε για ένα ανώτερο καλό. Οι μαθητές του έπαθαν αφυδάτωση από το πολύ κλάμα. Πέντε μπακράτσα είχαν γεμίσει! Χαμένοι καθώς ήταν, οι μαθητές προσπαθούσαν να γυρίσουν πίσω στις παλιές τους δουλειές, μιας και δεν ήξεραν πώς να εκπληρώσουν την επιθυμία του Ράμπο.
Δύο κοριτσόπουλα πήγαιναν στον τάφο του για να τον λαδώσουν. Καθώς προχωρούσαν βρήκαν τον Ράμπο στο δρόμο.
«Γεια σου Ράμπο! Στις ομορφιές σου είσαι σήμερα!» του είπαν.
«Γεια σας κορίτσια! Κι εσείς κούκλες! Κούκλες!» τους απάντησε.
«Για πού το βάλατε;» τις ρώτησε παίρνοντας το υφάκι του πατέρα.
«Πάμε στον τάφο σου, να σε λαδώσουμε!» απάντησαν και συνέχισαν το δρόμο τους.Ο Ράμπο έσφιξε την παλάμη του σαν γροθιά και την κούνησε πάνω κάτω (αυνανισμός).
Όταν έφτασαν στον τάφο τα ξανθά κοριτσόπουλα είδαν ότι οι φρουροί κοιμόνταν και η πέτρα του τάφου ήταν ανοιχτή. Τότε συνειδητοποίησαν τι έγινε.
«Ράμπο - η επιστροφή!» αναφώνησαν κι έφυγαν τρέχοντας για την πόλη. Εκεί διαλαλούσαν στον κόσμο τι τους συνέβη πριν από λίγη ώρα. Κανείς δεν τις πίστευε. Την ώρα που άρχισε να βρέχει ντομάτες εμφανίστηκε ο Ράμπο επαληθεύοντας τα λεγόμενα των κοριτσιών. Ο Ράμπο ρώτησε τους ανθρώπους εκεί:
«Πού είναι οι μαθητές μου;». αυτοί του είπαν να πάει να ρωτήσει τη μάνα του. Η μάνα του, του είπε ότι πήγαν στη λίμνη και ψάρευαν.
Όταν έφτασε εκεί με έναν Κινέζο μανδαρίνο ο οποίος παράλληλα σκούπιζε με τη γλώσσα του το δρόμο. Εκεί βρήκε τους μαθητές του να ψαρεύουν. Δεν είχαν πιάσει λέπι όμως, γιατί το γιγάντιο καλαμάρι είχε φάει όλες τις γαρίδες. Ο Ράμπο τους χαιρέτησε και όταν επιτέλους τους τράβηξε την προσοχή με μία φωτοβολίδα για τα καράβια στις καταιγίδες τους είπε:
«Ρίξτε τα δίχτυα από την άλλη μεριά της βάρκας.».
«Ευχαριστούμε ξένε» του απάντησαν οι μαθητές του και έριξαν τις πετονιές τους από την αριστερή μεριά. Τότε τσίμπησε ένας πολύ μεγάλος ξιφίας ο οποίος τους τραβούσε γύρω γύρω στη λίμνη. Μετά από πολλές μέρες και αρκετές σχισμές στα κουλά τους, έφεραν τελικά τον ξιφία μέσα στο καΐκι. Δυστυχώς δεν μπορούσαν να τον ανεβάσουν στη βάρκα, οπότε τον έδεσαν δίπλα. Λίγο πριν φτάσουν στην ακτή τους πρόλαβε το Κράκεν και άπλωσε τις πλοκαμάρες του πάνω στο κεντρικό κατάρτι, το τύλιξε και το έσπασε. Οι μαθητές βούτηξαν στα ορμητικά νερά του ποταμού και με πολλή προσπάθεια έφτασαν στην ακτή όπου ο Ράμπο τους περίμενε. Είχε στήσει μάλιστα και αντίσκηνο.
Αφού πείστηκαν για το θαύμα το οποίο έγινε, με διάφορα πειράματα που θα μπορούσαν άνετα να ξεχωρίσουν ένα φάντασμα από έναν κανονικό άνθρωπο, και πέρασαν δύο ώρες για να συνέλθει απ' αυτά ο καημένος ο Ράμπο, πήγαν όλοι μαζί στο χωριό όπου και το γλέντησαν.
«Παιδιά μου. Θα κάτσω μαζί σας μόνο μερικές μέρες. Όταν φύγω θα στείλω το κουνάβι να σας κλάσει. Τότες και μόνο τότες θα είστε έτοιμοι να κηρύττετε το λόγο μου.» είπε ο Ράμπο. Ο Che προσπαθούσε να πει κάτι.
«Όχι. Σας παρακαλώ! Ας μην μιλήσουμε πια γι' αυτό το θέμα. Ας γιορτάσουμε για τον ξιφία που μας έφαγε το Κράκεν!».


*************************ΤΕΛΟΣ******************************